κοσμητεύω

κοσμητεύω
κοσμ-ητεύω,
A hold office of κοσμητής (q.v.), IG22.1009.49, PFlor.57.75 (ii A. D.), CPR20.1 (iii A. D.), IG3.735, al., BGU362ix 6 (iii A. D.): —also [suff] κοσμ-ητέω IG3.736.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοσμητεύω — (Α) κοσμητεύω [κοσμητής] νεοελλ. είμαι κοσμήτορας αρχ. είμαι ηγήτορας, διοικώ …   Dictionary of Greek

  • κοσμητεύοντος — κοσμητεύω hold office of pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκοσμήτευε — κοσμητεύω hold office of imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητεία — η (Α κοσμητεία) [κοσμητεύω] νεοελλ. το αξίωμα ή η χρονική διάρκεια τής αρχής τού κοσμήτορα αρχ. το αξίωμα τού κοσμητή …   Dictionary of Greek

  • κοσμητώ — κοσμητῶ, έω (Α) [κοσμητής] κοσμητεύω* …   Dictionary of Greek

  • προκοσμητεύω — Α είμαι αντικαταστάτης κοσμητή, εκτελώ καθήκοντα κοσμητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοσμητεύω (< κοσμητής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”